συνομιλήσει

συνομιλήσει
συνομιλέω
converse with
aor subj act 3rd sg (epic)
συνομιλέω
converse with
fut ind mid 2nd sg
συνομιλέω
converse with
fut ind act 3rd sg
συνομῑλήσει , συνομιλέω
converse with
aor subj act 3rd sg (epic)
συνομῑλήσει , συνομιλέω
converse with
fut ind mid 2nd sg
συνομῑλήσει , συνομιλέω
converse with
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… …   Dictionary of Greek

  • συνομιλώ — συνομίλησα, μιλώ με κάποιον, συζητώ: Του δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσει με πολλούς καλεσμένους του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”